Φαίδωνος

Φαίδωνος
Φαίδων
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλειακός — ή, ό (Α ἠλ(ε)ιακός, ή, όν) Ηλεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ήλιδα αρχ. φρ. 1. «ἠλειακή σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Σωκρατικό Φαίδωνα τον Ηλείο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἠλειακοί οι μαθητές και οπαδοί τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”